δυσβάστακτον

δυσβάστακτον
δυσβάστακτος
intolerable
masc/fem acc sg
δυσβάστακτος
intolerable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • бѣдоносимъ — (1*) прич. страд. наст. С трудом переносимый: нова˫а же Долиидо Ѥоудокси˫а, въ борзѣ бритвьникомь прелестьнымь бритвивши, проклѩтиѥ собѣ изиска и зависть поистинѣ, и ||=неѡчистимоѥ свѩзавши бремѩ грѣховъ бѣдоносимо, приложивши древними силами и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”